λιθογραφώ

λιθογραφώ
[λιθογράφος]
εκτελώ λιθογραφήματα, εκτυπώνω κείμενα ή εικόνες με τη βοήθεια εγχάρακτης ασβεστολιθικής πλάκας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιθογραφώ — λιθογράφησα, λιθογραφήθηκα, λιθογραφημένος, εκτυπώνω σε χαρτί εικόνα ή κείμενο που είναι χαραγμένο πάνω σε λίθινη πλάκα: Μου χάρισε μια λιθογραφημένη εικόνα της παλιάς Θεσσαλονίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθογράφηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιθογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογραφῶ. Η λ., στον λόγιο τ. λιθογράφησις, μαρτυρείται από το 1853 στον Περικλή Αργυρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • λιθογράφημα — το λιθογραφημένη εικόνα, λιθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογραφῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αλεξ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”